συνολάκι

συνολάκι
το, Ν [σύνολο]
υποκορ. (με θετ. σημ.) καλόγουστος συνδυασμός γυναικείας ενδυμασίας («κάθε μέρα εμφανίζεται και με άλλο συνολάκι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”